- ἀρουραίων
- ἀρουραί̱ων , ἀρουραῖοςoffem gen plἀρουραί̱ων , ἀρουραῖοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαγκούστα — Κοινή ονομασία ειδών της οικογένειας των σαρκοφάγων θηλαστικών βιβεριδών, η οποία περιλαμβάνει είδη ενδημικά της Αφρικής, της Ασίας και της νότιας Ευρώπης. Από τα κυριότερα είδη είναι το Herpestes ichneumon, γνωστό και με την ονομασία ιχνεύμων,… … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
μίκρωτος — ο ζωολ. γένος μυόμορφων τρωκτικών, αρουραίων τής οικογένειας microtitae … Dictionary of Greek
ορυζόμυς — ο ζωολ. γένος τρωκτικών αρουραίων τής οικογένειας critecidae, που ζουν στις ΗΠΑ και στη Νότια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oryzomys (< όρυζα + μύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
Άκα Λαρέντα — (Αcca Larentia). Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του βοσκού Φαυστύλου και τροφός του Ρώμου και του Ρωμύλου, ιδρυτών της Ρώμης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν ερωμένη του Ηρακλή. Τρίτη εκδοχή τη θέλει σύζυγο ενός πλούσιου Ετρούσκου, του Ταρούτιου, την … Dictionary of Greek
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
επιδρομή — η 1. εισβολή σε ξένη χώρα για κατάκτηση ή λεηλασία, εισόρμηση, έφοδος. 2. μτφ., επιδρομή αρουραίων, ακριδών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)